David Amprose (Ουαλία)

Η αφήγηση διασώζεται από γενιά σε γενιά γιατί είναι μια βασική ανθρώπινη δραστηριότητα. Είμαστε όλοι αφηγητές είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο…


Ο David Ambrose είναι Ουαλός και είναι στην πρώτη γραμμή της αναβίωσης της αφήγησης τα τελευταία 20 χρόνια, ως αφηγητής και ως καλλιτεχνικός διευθυντής ενός από τα μεγαλύτερα διεθνή Φεστιβάλ αφήγησης της Μεγάλης Βρετανίας του «Beyond The Border» (Πέρα από τα σύνορα) στην Ουαλία. Επισκέπτεται την Ελλάδα καλεσμένος του Κέντρου Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών για να συμμετάσχει στο 3ο Φεστιβάλ Αφήγησης της Αθήνας.

Τι είναι αυτό που σας προσελκύει περισσότερο στην αφήγηση ιστοριών;
Είναι το μοίρασμα. Το μοίρασμα της απόλαυσης που ένιωσες όταν γνώρισες την ιστορία για πρώτη φορά, είτε την άκουσες από κάποιον άλλον, είτε τη βρήκες μέσα σε ένα βιβλίο… το να μοιράζεσαι τα πράγματα που σε κάνουν να χαμογελάς, αλλά και αυτά επίσης που σε κινούν. Μια καλή ιστορία σε ταξιδεύει στο χρόνο που ειπώθηκε, και είναι ωραίο να μοιράζεσαι αυτό το ταξίδι με άλλους. Και μετά από λίγο, οι ιστορίες που λες γίνονται καλοί φίλοι, έτσι, συστήνεις αυτούς τους καλούς φίλους σε άλλους και μοιράζεσαι τη φιλία.


Ποια είναι τα βασικά συστατικά για μια καλή αφήγηση;
Καταρχήν, είναι η ιστορία: οι ιρλανδοί λένε «σε μια καλή ιστορία αρέσει να την ακούμε, αν την ακούμε της αρέσει να τη νιώθουμε, αν τη νιώθουμε της αρέσει να τη λέμε».
Ο αφηγητής πρέπει να θέλει να πει την ιστορία και να λέει ιστορίες που του αρέσουν και οι καλύτερες ιστορίες (και η καλύτερη αφήγηση) πρέπει να κάνει τον ακροατή να θέλει να μάθει «τι συμβαίνει μετά;» Τότε υπάρχει παρουσία, ο αφηγητής είναι τόσο παρών στην ιστορία που αφηγητής και ιστορία παίρνουν τον ακροατή μαζί τους και κρατούν την προσοχή του. Αν ο αφηγητής μπορεί να δει την ιστορία πραγματικά καθαρά, τους ανθρώπους, τα μέρη, οι ακροατές πείθονται ότι αυτό συμβαίνει τώρα, και τότε επίσης αυτό θα συμβαίνει ακριβώς τώρα, για τους ακροατές. Αυτό είναι μέρος του μυστηρίου, ο τρόπος της καλής αφήγησης που εμπλέκει και τους δυο, τον αφηγητή και το κοινό σε μια πράξη συν-δημιουργίας, δημιουργώντας όλοι μαζί τον κόσμο της ιστορίας. Η καλή αφήγηση μετατρέπεται σε μια πράξη συλλογικού ονείρου…


Πώς λειτουργούν οι παραδοσιακές ιστορίες για το σύγχρονο κοινό;
Λειτουργούν με τον τρόπο που λειτουργούσαν πάντα, παίρνοντας το κοινό σε άλλο μέρος, ένα μέρος όπου η μαγεία και η έκπληξη είναι πιθανά, αλλά και όπου όλες οι ανθρώπινες έγνοιες και τα συναισθήματα, οι λύπες και οι χαρές μας, μπορούν να εκρήγνυνται και να μοιράζονται. Η αφήγηση διασώζεται από γενιά σε γενιά γιατί είναι μια βασική ανθρώπινη δραστηριότητα. Είμαστε όλοι αφηγητές είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο…


Πως συσχετίζεται η αφήγηση με άλλες μορφές τέχνης;
Πιστεύω πως η αφήγηση είναι μια μορφή τέχνης από μόνη της. Δεν είναι το ίδιο όπως το θέατρο, παρά το γεγονός ότι έχουν κοινά στοιχεία. Είναι προφανές ότι συνδέεται εξ αίματος με τη λογοτεχνία, παρότι είναι διακριτή και εμφανώς διαφορετική πρόγονος του γραπτού λόγου. Είναι, επίσης, συνδεδεμένη με τη μουσική , γιατί η μουσική είναι μέρος της αφήγησης. Κατά την παράσταση, η σχέση μεταξύ ιστορίας και μουσικής είναι σαφής και με μια μακρά αξιόλογη ιστορία. Σε πολλούς πολιτισμούς, η αφήγηση πάντα συνοδεύεται από μουσική. Οι βάρδοι της Ουαλίας, για παράδειγμα, συνοδεύουν τις ιστορίες τους με την άρπα ή οι Γκριότ της δυτικής Αφρικής παίζουν την κόρα ενώ αφηγούνται και τραγουδούν. Σε μερικούς πολιτισμούς οι ιστορίες πάντα λέγονται τραγουδιστά. Είναι πιθανό ο Όμηρος να ήταν τραγουδιστής ιστοριών, είναι πιθανό επίσης να έπαιζε λύρα. Όταν προσθέτουμε άλλες μορφές τέχνης στις παραστάσεις αφήγησης, η σχέση μπορεί να είναι προβληματική. Πάρτε για παράδειγμα την αφήγηση και τις εικαστικές τέχνες. Η αφήγηση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «σινεμά για το μυαλό » - ο ακροατής δημιουργεί εικόνες στο μυαλό του. Αν η αφήγηση συνδυάζεται με εικαστικές τέχνες (ζωγραφική, κινηματογράφος, προβολή διαφανειών, κ.λπ.), τότε ο κίνδυνος είναι ότι ο ακροατής καθοδηγείται στο τι εικόνες να κάνει στο μυαλό του, το έργο της φαντασίας του έχει ήδη γίνει για λογαριασμό του και η εμπειρία του ακροατή γίνεται πιο παθητική, λιγότερο δημιουργική, η αφήγηση γίνεται περισσότερο σαν τηλεόραση ή κινηματογραφική ταινία. Επίσης, υπάρχουν πραγματικοί κίνδυνοι αν προσπαθούμε να κάνουμε αφήγηση στο θέατρο, τη στιγμή που έχουμε χαρακτήρες και κοστούμια και σκηνικά, είμαστε σε κίνδυνο να χάσουμε την ουσία της αφήγησης, την ικανότητά του να είναι ευκίνητη και ευέλικτη και μια όμορφη ψευδαίσθηση, γιατί τα κοστούμια και τα σκηνικά με κάποιο τρόπο κάνουν την αφήγηση να είναι πολύ σταθερή, πολύ ρεαλιστική, και αφαιρεί από το κοινό το δικαίωμα να φτιάξει εικόνες. Οι ηθοποιοί μπορεί μερικές φορές να είναι καλοί αφηγητές, αλλά η αφήγηση σπάνια μετατρέπεται σε καλό θέατρο. Αυτός είναι ο λόγος που η αφήγηση είναι καλύτερα κατανοητή σαν μια μορφή τέχνης από μόνη της, με τις δικές της ξεχωριστές ανάγκες και απαιτήσεις της, προκειμένου να είναι ορατή με τη δική της πλήρη δόξα… 



Πείτε μας λίγα λόγια για τη συνεργασία σας με το Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών.
Τόσο ως αφηγητής και ως διευθυντής φεστιβάλ, έχω συνεργαστεί ιδιαίτερα τα τελευταία τρία χρόνια. Το «Κέντρο» και ο οργανισμός μας «Beyond The Border» είναι μέλη του FEST (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Αφήγησης) και το 2011 αρχίσαμε να συζητάμε για τη δυνατότητα συμμετοχής σε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα εκπαίδευσης ενηλίκων με συντονιστή το «Κέντρο», που θα περιλάμβανε πέντε ευρωπαϊκά φεστιβάλ αφήγησης, κάνοντας εκπαίδευση και πειραματισμούς με διαφορετικές προσεγγίσεις στην πολύγλωσση αφήγηση. Την ίδια χρονιά, το 2011, είχα προσκληθεί να κάνω παράσταση στο υπέροχο φεστιβάλ της Κέας «Γιορτή Παραμυθιών» όπου είδα ένα φεστιβάλ αφήγησης που πραγματικά εμπλέκει την τοπική κοινωνία και το οποίο πραγματοποιήθηκε σε χωριά και μοναστήρια και ιδιαίτερους χώρους φυσικού κάλλους σε όλο το νησί, σαν μια όμορφη γιορτή και όλα οργανωμένα με τόση αγάπη και με μια μεγάλη καρδιά. Ένιωσα πολύ ιδιαίτερα την εμπλοκή μου σε αυτό το φεστιβάλ, σε αυτό το μέρος… και από τότε έχουμε εργαστεί μαζί για το πρόγραμμα εκπαίδευσης ενηλίκων, μαζί με τα φεστιβάλ από την Πολωνία, τη Σουηδία και την Ιταλία. Χάρη στο «Κέντρο», το πρόγραμμα αυτό είχε τεράστια επιτυχία. Έχουμε καταφέρει να επισκεφτούμε ο ένας το φεστιβάλ του άλλου (ήμουν πάλι στην Κέα αυτό το καλοκαίρι κάνοντας παράσταση αργά τη νύχτα σε έναν μαγικό περίπατο μέσα στη Χώρα του νησιού) μαθαίνοντας μαζί, λέγοντας ιστορίες και τραγουδώντας μαζί, τρώγοντας μαζί, αναπτύσσοντας πραγματικά την κατανόηση της αφήγησης ο ένας του άλλου, καθώς επίσης και της κουλτούρας του ενός και του άλλου.

Έχει δημιουργηθεί φιλία πέρα από τα σύνορα. Η αφήγηση μπορεί να το κάνει. Δε γνωρίζει σύνορα.