Αγγελική Γκόγκου

«Λατρεύω το λόγο, σε όποια μορφή κι αν μου δίνεται. Μ’ αρέσει να παίζω μαζί του. Να τον αφήνω να με παρασύρει στα μυστικά του κι εγώ στα δικά μου. Να με ταξιδεύει και να τον ταξιδεύω. Αφήνω λοιπόν, την καρδιά μου ν’ αποφασίσει την κάθε φορά. κι αν της μιλήσει με ένα λαϊκό παραμύθι, αυτό και θα μοιραστεί. Αν όμως την αγγίξει μια λογοτεχνική ιστορία, δεν θα διστάσει.»




Η Αγγελική Γκόγκου, είναι αφηγήτρια και θεατρολόγος. Γράφει, παίζει, σκηνοθετεί και μοιράζεται ιστορίες. Βρίσκει το παιχνίδισμα με τις λέξεις ιδιαίτερα θελκτικό. Λατρεύει, να ντύνει τα όνειρά της μ’ αυτές. Να τα στολίζει με χρώματα και εικόνες. Διαφορετικές, την κάθε φορά. Όσο διαφορετικά, είναι για εκείνη, τα όνειρα. Τα συναισθήματα, οι σκέψεις της, οι ιδέες κι οι ιστορίες.



Πώς μπήκε η αφήγηση στη ζωή σας;
Απροσδόκητα, αυθόρμητα και κάπως… τυχαία. Λένε πως, η ζωή, είναι ένα μεγάλο ταξίδι. Μια βόλτα. Πως είναι του καθενός η Ιθάκη. Εγώ, την έβλεπα πάντα, λες κι ήταν τεράστιο παραμύθι. Μ’ ένα σωρό στιγμές μαγικές. Από τον ήλιο που σε ξυπνάει τα πρωινά, μέχρι τα χάδια που σε κοιμίζουν τα βράδια και συ, κλείνεις γλυκά τα βλέφαρα, σε μια αγκαλιά φωτισμένη μ’ αστέρια. Με δράκους, γίγαντες, μάγισσες, μα και νεράιδες και με καλά ξωτικά. Ένα παραμύθι, γεμάτο με αποφάσεις κι επιλογές. Μια τέτοια επιλογή ήταν που μ’ έφερε στην αφήγηση. Ένα πρωινό που οι νεράιδες στερέψανε. Και μείνανε μόνο οι δράκοι. Και χάθηκε η αλήθεια… Όταν λοιπόν- κατά τύχη- βρέθηκα μπροστά από μία αίτηση για μια Σχολή Αφήγησης που ποτέ δεν είχα ακούσει ξανά, τελείως αυθόρμητα, αποφάσισα να την συμπληρώσω. Η αίτησή μου έγινε δεκτή κι εγώ, αφέθηκα στ’ όνειρο. Αφού… στα όνειρα, είναι που κρύβονται οι πιο μεγάλες αλήθειες.


Ασχολείστε με την αφήγηση επαγγελματικά -πλέον. Με την ιδιότητά σας αυτή, έχετε εργαστεί μάλιστα, και για το Κέντρο Μελέτης και Διάδοσης Μύθων και Παραμυθιών. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτή σας την εμπειρία.
Είναι το σημείο εκείνο που, δάσκαλοι και μαθητές, γίνονται ένα και μόνο ευγνωμοσύνη μπορώ να νιώθω γι’ αυτό. Πέρα και πάνω όμως από αυτό, είναι μια «ευκαιρία» να μοιραστείς το όνειρο σου. Να μοιραστείς τις ιστορίες σου. Τις αλήθειες σου, τον ίδιο τον εαυτό σου. Με τους ανθρώπους του Κέντρου, είχαμε πολλές τέτοιες «ευκαιρίες» για μοίρασμα, στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και όχι μόνο. Και άλλα τόσα, τα «δώρα» που πήραμε. Το ν’ απευθύνεσαι σε παιδιά, δεν είναι μια υπόθεση απλή. Κρύβει παγίδες και δυσκολίες. Τα παιδιά, είναι αυθόρμητα. Είναι γεμάτα ενέργεια, γεμάτα με πάθος και το ίδιο ακριβώς, απαιτούν κι από σένα. Γι’ αυτό και πάντοτε, θα σε κρίνουν αυστηρότερα από τους μεγάλους. Έχουν μια ειλικρίνεια, πραγματικά αφοπλιστική και μια αλήθεια αδιαμφισβήτητη. Είναι πλάσματα εύθραυστα και συνάμα, απίστευτα δυναμικά. Δεν μπορείς να τα «ξεγελάσεις». Μαζί τους, δεν μπορείς να προσποιηθείς. Δεν μπορείς και δεν πρέπει να τα «παραμυθιάσεις». Μπορείς όμως, να τα προσκαλέσεις στο όνειρο. Κι αν είσαι αληθινός, θα σε ακολουθήσουν. Και θα σε αποζημιώσουν με τον δικό τους, μοναδικό τρόπο. Ένα μεγάλο χαμόγελο και δύο μάτια τεράστια ανοιχτά, γεμάτα μονάχα με φως.



Εκτός από αφηγήτρια, είστε και θεατρολόγος. Ποιο είναι αυτό το σημείο που θέατρο και αφήγηση, συναντιούνται; Ή μήπως, δεν συναντώνται ποτέ;
Στα θεατρικά πράγματα, υπάρχει ο όρος «αφηγηματικό θέατρο». Από την άλλη, στα αφηγηματικά πεπραγμένα, ακούμε πολλές φορές για «δραματοποιημένη αφήγηση». Αυτό από μόνο του σαν γεγονός, θα έλεγα ότι είναι ικανό να μας δώσει θετική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα. Παρόλα αυτά, οι αντιρρήσεις, υπάρχουν. Προσωπικά, όχι μόνο βλέπω τη σύνδεση, αλλά διακρίνω και μία αλληλεξάρτηση. Μια δυναμική δανεισμού στοιχείων του ενός προς το άλλο. Παραστατικές τέχνες και τα δύο, Θέατρο και Αφήγηση, ξεκινούν από τον ίδιο παρονομαστή. Τον «λόγο». Την ίδια την ιστορία, αν θέλεις. Την επιθυμία για μοίρασμα και την αλήθεια που οφείλεις να δίνεις. Τεχνικά, άλλωστε, έχουν τις ίδιες, ή παρόμοιες βάσεις. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι που τις διαχωρίζει. Οι συνθήκες και η επαφή με τον κόσμο.


Φέτος, στην 17η Γιορτή Παραμυθιών, θα αφηγηθείτε την «Ιλιάδα», του Ομήρου. Δύσκολο επιχείρημα. Πώς πήρατε την απόφαση;
Όλα, ξεκινήσανε ένα απόγευμα. Με έναν καφέ και μπόλικη κουβεντούλα με την φίλη και συνοδοιπόρο στο παραμύθι, Σμαράγδα Αποστολάτου. Η επιθυμία, υπήρχε. Αλλά καμιά μας δεν ήξερε ότι ήταν κοινή. Έτσι, αποφασίσαμε να το τολμήσουμε μαζί. Θέλαμε όμως, να το αφηγηθούμε σε κοινό νεανικό. Κι αυτό, ανέβαζε αυτόματα τον δείκτη της δυσκολίας. Ένα έπος, που μιλάει μονάχα για πόλεμο… για παιδιά! Κι επιπλέον, ένα μοναδικό κληροδότημα. Λαϊκό και ταυτόχρονα, λογοτεχνικό. Γραμμένο αριστοτεχνικά και με βάρος μεγάλο ανά τον κόσμο. Πώς καταπιάνεσαι λοιπόν, με κάτι τόσο σπουδαίο; Και τότε, αφήσαμε την ιστορία να μιλήσει για μας. Αφήσαμε την ομορφιά της να σταθεί οδηγός μας. Ναι, η Ιλιάδα, είναι ένα έπος πολεμικό. Μα είναι και μια ιστορία, γεμάτη αγάπη. Αγάπη γονεϊκή, αδελφική, ερωτική. Αγάπη για την ελευθερία και την ειρήνη. Είναι μια ιστορία που εξυμνεί την τιμή. Την φιλία, το πάθος και τη λαχτάρα για τη ζωή. Μια ιστορία, όπου αθάνατοι και θνητοί, μπλέκονται και μπερδεύονται σε μονοπάτια παρόμοια κι άλλες φορές, σε σταυροδρόμια ίδια.

Αφηγηματικά, έχετε καταπιαστεί αρκετά με κείμενα λογοτεχνικά. Ποια είναι η σχέση σας με την λαϊκή μας παράδοση;
Είναι τόσο αδιανόητα μεγάλος ο πλούτος της γλώσσας μας, τόσο απερίγραπτα μεγάλη η προφορική μας, αλλά και η λογοτεχνική μας κληρονομιά, που θα ήταν παράλογο από μέρους μου, να περιφρονήσω την μια ή την άλλη. Λατρεύω το λόγο, σε όποια μορφή κι αν μου δίνεται. Μ’ αρέσει να παίζω μαζί του. Να τον αφήνω να με παρασύρει στα μυστικά του κι εγώ στα δικά μου. Να με ταξιδεύει και να τον ταξιδεύω. Αφήνω λοιπόν, την καρδιά μου ν’ αποφασίσει την κάθε φορά. κι αν της μιλήσει με ένα λαϊκό παραμύθι, αυτό και θα μοιραστεί. Αν όμως την αγγίξει μια λογοτεχνική ιστορία, δεν θα διστάσει. Λαϊκές ή λογοτεχνικές, οι ιστορίες, έχουν μια δύναμη ανεξήγητη. Να σε διαλέγουν εκείνες. Όταν, πραγματικά τις έχεις ανάγκη.


Ποια είναι τα μελλοντικά αφηγηματικά σχέδιά σας;
Είναι κάποιες ιστορίες, που στριφογυρνάνε για χρόνια στη σκέψη σου. Που σιγοψιθυρίζουνε στην καρδιά σου. Που θέλεις να τις μοιραστείς, μ’ όσους γίνεται περισσότερους. Μα πάντα, κάτι μέσα σου, σου φωνάζει “όχι ακόμα”. Ώσπου έρχεται ξαφνικά, μία και μόνο στιγμή, που σου φωνάζει το «τώρα». Και τότε, το ξέρεις πως είναι η ώρα. Δύο από αυτές τις ιστορίες, είναι για μένα ο «Ερωτόκριτος», του Β. Κορνάρου και η «Zumurrund», από τις Χίλιες και μία Νύχτες.