Εύη Γεροκώστα

«Τις πέτρες και τις ιστορίες τις κρατώ φυλαγμένες και για όσους φιλούν κι όσους φυλούν τον ύπνο μου.
Κι όταν χαρίσω σε κάποιον μια απ’ αυτές τότε η ιστορία βγάζει φτερά, γίνεται πυγολαμπίδα και φεύγει μακριά.»



Η Εύη Γεροκώστα μας μιλά και λέει πως από τότε που θυμάται τον εαυτό της να μεγαλώνει καταπιανόταν με πολλά και διαφορετικά πράγματα. Εθελοντική και στη συνέχεια επαγγελματική ενασχόληση με το περιβάλλον και τα ζώα, μετάφραση, εκπαιδευτικά προγράμματα, οργάνωση εκθέσεων βιβλίου, αφήγηση, θέατρο, μουσική, συγγραφή, άλλα για λίγο κι άλλα για περισσότερο. Αταίριαστα όλα αυτά; Κι όμως, αν συνδεθούν σωστά, σχηματίζουν έναν κύκλο. Η ενασχόληση με το περιβάλλον την οδήγησε στη φύση, η φύση στην παράδοση, η παράδοση στο παραμύθι, το παραμύθι στην αφήγηση, η αφήγηση στη συγγραφή. 
Η αρχική ανάγκη, μία και μοναδική: ήθελε, όπως λέει, και έπρεπε να γνωρίσει τον εαυτό της, επειδή όμως δεν ανήκει στους γενναίους που μπορούν να κάνουν εύκολα μια κουβέντα με τον εαυτό τους, επέλεξε έναν δρόμο πιο μακρινό αλλά εξίσου γοητευτικό. Να μαθαίνει μέσα από όσα κάνει…


Ποια είναι η σχέση σου με τα παραμύθια; Σου έλεγαν παραμύθια όταν ήσουν μικρή;
Ως παιδί δεν άκουσα παραμύθια. Ευτυχώς υπήρχαν τα βιβλία και τα τραγούδια. Θυμάμαι όμως τον παππού από την πλευρά της μητέρας μου να μου απαγγέλλει ποιήματα και ιστορίες από τον πόλεμο.

Ποια είναι η προσωπική σου πορεία προς την αφήγηση;
Κάποια στιγμή βρέθηκα στο Παρίσι. Εκεί έμαθα για ένα διεθνές φεστιβάλ αφήγησης που γινόταν σ’ ένα παλιό μοναστήρι. Αποφάσισα να το παρακολουθήσω. Δεν είχα καταλάβει ότι οι παραστάσεις θα γίνονταν στη μητρική τους γλώσσα των αφηγητών, και μάλιστα χωρίς διερμηνεία! Άκουσα μία Αφρικανή και έναν Κινέζο να λένε ιστορίες χωρίς να καταλαβαίνω τη γλώσσα τους, καταλαβαίνοντας όμως, με τρόπο μαγικό, τις ιστορίες! Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι αυτή η τέχνη ήταν σπουδαία. Η σκέψη αυτή έμεινε στο συρτάρι του μυαλού μου για καιρό, μέχρι που έμαθα για ένα ετήσιο εργαστήριο με θέμα την τέχνη της αφήγησης στην Αθήνα, απ’ τα πρώτα τότε, πριν το 2000, με δάσκαλο τον Στέλιο Πελασγό. Εκείνη την περίοδο είχα κλειστεί αρκετά στον εαυτό μου, σκέφτηκα λοιπόν ότι θα ήταν μια δοκιμασία «εξωστρέφειας» για μένα. Το ταξίδι συνεχίστηκε με μια ομάδα αφήγησης, το «Κουβάρι με τα παραμύθια». Επτά εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες που κινητοποιήθηκαν με απίστευτο πείσμα κι έκαναν πολλά βήματα ακριβώς επειδή υπήρχε η δύναμη της ομάδας -ο ένας «έσπρωχνε» τον άλλον κι όλοι μαζί την ομάδα. Δύο χρόνια αργότερα οι δρόμοι μας χώρισαν. Τα πρώτα χρόνια μετά το Κουβάρι συνέχισα ν’ αφηγούμαι παραμύθια της προφορικής παράδοσης παρέα με μουσικούς, ζωγράφους και άλλους καλλιτέχνες. Ώσπου –πάνε δέκα χρόνια τώρα- ξεκίνησε ένα ακόμη μεγάλο ταξίδι: η αφήγηση της λογοτεχνίας. Ένας καινούριος δρόμος. Ο δικός μου δρόμος.

Αφηγείσαι σχεδόν αποκλειστικά λογοτεχνικές ιστορίες και παραμύθια. Τι σε τράβηξε στην λογοτεχνική αφήγηση;
Η πορεία μου προκάλεσε έντονες αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες από τους αφηγητές την εποχή που αποφάσισα να πάρω το δρόμο της ενασχόλησης με ιστορίες της γραπτής λογοτεχνίας. Είχα και η ίδια αμφιβολίες μέχρι που το δοκίμασα, χάρη σ’ έναν συγγραφέα -και πάντα θα του το οφείλω-, τον Σωτήρη Δημητρίου. Με είχε ακούσει κάποτε να αφηγούμαι λαϊκά παραμύθια και μου είχε πει: «Εσύ πρέπει ν’ αφηγηθείς λογοτεχνία. Μπορείς να ξεκινήσεις με δικά μου κείμενα». Τότε μου φάνηκε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, σύντομα όμως ανακάλυψα ότι είχε δίκιο (παρόλα αυτά, ακόμα δεν έχω αφηγηθεί δικό του κείμενο…). Ο Σωτήρης Δημητρίου έβαλε το μικρόβιο μέσα μου, ο Αργύρης Χιόνης και ο Κωστής Γκιμοσούλης το «ευλόγησαν» και κάπως έτσι βούτηξα στα βαθιά, αγνοώντας κρίσεις και επικρίσεις. Δεν είχε σημασία αν δεν συμφωνούσαν όλοι. Συμφωνούσα εγώ κι αυτό ήταν αρκετό. Η πίστη σ’ αυτό που έκανα, η υποδοχή του κοινού και φυσικά ο χρόνος απέδειξαν ότι είχα πάρει τη σωστή απόφαση.


Εκτός από αφηγήτρια, είσαι και μεταφράστρια. Υπάρχει σχέση ανάμεσα στα δύο;
Με τη μετάφραση ασχολήθηκα για πρώτη φορά πριν είκοσι χρόνια, αρκετό καιρό πριν έρθουν στη ζωή μου τα παραμύθια και η αφήγηση. Την αγαπούσα πάντα αυτή την απέραντα μοναχική δουλειά: εγώ, τα λεξικά και το μεταφρασμένο κείμενο που πασχίζει να «συνομιλήσει» με το πρωτότυπο.
Αν κάτι θα μπορούσα να πω μετά από κάμποσα βιβλία που έχω μεταφράσει είναι ότι η αφήγηση έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που μεταφράζω. Γι’ αυτό άλλωστε, όταν επιμελούμαι τη μετάφρασή μου, πάντα διαβάζω δυνατά το κείμενο, γιατί μ’ ενδιαφέρει ο τρόπος που ακούγεται, σ’ όποιο είδος κι αν ανήκει. Δεν ήμουν βέβαιη ότι ο τρόπος μου ήταν ο σωστός, μέχρι που διάβασα ότι, τον 15ο αιώνα, οι μεταφραστές θρησκευτικών κειμένων παρουσίαζαν ο καθένας μια διαφορετική εκδοχή διαβάζοντάς τη δυνατά και, το κείμενο που ακουγόταν καλύτερα, ήταν αυτό που κατέληγε σε έκδοση!



Αν σου ζητούσαν να αφήσεις ως αφηγήτρια ένα σύντομο μήνυμα που θα έμπαινε σε έναν κύλινδρο και θα ανοιγόταν μετά από χίλια χρόνια, τι θα έγραφες;

Όλοι έχουμε ένα κουτί στην ψυχή μας.
Άλλοι το γεμίζουν με εξουσία, άλλοι με χρυσά φλουριά, άλλοι με αναμνήσεις.
Το δικό μου κουτί το γεμίζω με πέτρες.
Πέτρες μικρές κι ασήμαντες που τις βρίσκω εκεί όπου με οδηγούν τα βήματά μου.
Πέτρες που μιλούν και λένε.
Τις κοιτάζω, τις ξεδιαλέγω και κρύβω στο μικρό κουτί όσες μου λένε την ιστορία τους.
Τις πέτρες και τις ιστορίες τις κρατώ φυλαγμένες και για όσους φιλούν κι όσους φυλούν τον ύπνο μου.
Κι όταν χαρίσω σε κάποιον μια απ’ αυτές τότε η ιστορία βγάζει φτερά, γίνεται πυγολαμπίδα και φεύγει μακριά.

Ποια είναι τα σχέδιά σου αυτή την περίοδο στον χώρο της αφήγησης;
Πρώτο στοίχημα, μια παράσταση σκοτεινή, το «Άγριο μέλι Ουρουγουάης» με διηγήματα του λατινοαμερικάνου Οράσιο Κιρόγα. Από τη στιγμή που, χρόνια πριν, πρωτοδιάβασα τον Πόε της Λατινικής Αμερικής, όπως τον αποκαλούν, ένιωσα ότι αξίζει τον κόπο να καταπιαστώ με την εξαιρετική γραφή του και να μοιραστώ τα διηγήματά του αφηγηματικά.

Δεύτερο στοίχημα είναι οι παρουσιάσεις των τριών καινούριων βιβλίων μου. Κι είναι παράξενο: κάθε φορά που πρόκειται να αφηγηθώ δικές μου ιστορίες, ο μόνος τρόπος για να το καταφέρω είναι να ξεχάσω ότι τις έγραψα εγώ…

Τρίτο (και ίσως όχι τελευταίο) στοίχημα, η ανανέωση και η συνέχιση παραστάσεων για τις οποίες νιώθω ότι ο κύκλος δεν έχει κλείσει ακόμα -ίσως και να μην κλείσει ποτέ…